- κατάχυτλον
- κατά-χυτλον, τό, Gießkanne, Gefäß, aus dem man die Badenden übergoß
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κατάχυτλον — κατάχυτλον, τὸ (Α) [καταχέω] 1. διάτρητο φορητό δοχείο με το οποίο έχυναν νερό πάνω στους λουομένους στα δημόσια βαλανεία 2. (και ως επίθ.) κατάχυτλος, ον διάτρυτος («ἐν καταχύτλοις λεκάναισι», Φερεκρ.) … Dictionary of Greek
κατάχυτλον — watering pot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχύτλοις — κατάχυτλον watering pot neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)